-
1 κέμμερος
κέμμερος· ἀχλύς, ὁμίχλη, Hsch. [full] κέμμης· ὅριον, Id. [full] κέμμορ· μέγα κῆτος, Id. [full] κεμφάς,A v. κεμάς. [full] κέμων· ἑτερόφθαλμος, Id. [full] κεν, = κε (q.v.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κέμμερος
-
2 κέμμερος
Grammatical information: m.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown. "and refer to Κιμμέριοι" adds Jucquois-Devlamminck, Compléments 108, what I don't understand.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κέμμερος
-
3 Κιμμέριοι
Grammatical information: m. pl.Meaning: `mythical people beyond the Ocean (λ 14); in historical times a people of Asia Minor, s. Von der Mühl, Mus. Helvet.16 (1969) 145-151.Derivatives: Κιμμερίς (Arist.), Κιμμερικός (A.), κιμμερικόν `woman's cloth', κιμβερικόν χιτωνίσκου εἶδος πολυτελοῦς, ο λέγεται στατός.Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Iran.XEtymology: Heubeck, Hermes 91 (1963) recalls κάμμερος ἁχλύς; κέμμερος ἁχλύς, ὀμίχλη H. (proposed to derive from Hitt. kammara-). The word could be a loan from Anatolia. Ivantchik, Les Cimmériens au Proche Orient, Fribourg-Göttingen 1993, 127-154; from * Gimer- or * Gimir-. Perh. an Iranian people, but no etym.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Κιμμέριοι
См. также в других словарях:
κιμμέριος — α, ο (Α κιμμέριος, ία, ιον, θηλ. και κιμμερίς, ίδος και ιων. τ. θηλ. κιμμερίη 1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Κιμμέριοι α) μυθικός λαός που κατοικούσε πέρα από τον Ωκεανό σε διαρκές σκοτάδι, β) νομάδες τών στεπών που εισέβαλαν στη Μικρά Ασία… … Dictionary of Greek